- προσαφίημι
- ΜΑμσν.συγχωρώαρχ.1. αφήνω κάτι εναντίον κάποιου2. παραιτούμαι από κάτι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀφίημι «αφήνω, παραιτούμαι, συγχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek